Beskytte στα ελληνικά

Μετάφραση: beskytte, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατοχυρώνω, προστατεύω, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, προστατεύει
Beskytte στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beskrive στα ελληνικά - απεικονίζω, περιγράφουν, περιγράψει, την περιγραφή, περιγράψουν, περιγράψετε
  • beskrivelse στα ελληνικά - περιγραφή, σχετικά, περιγραφής, περιγραφη, την περιγραφή
  • beskyttelse στα ελληνικά - προστασία, προστασίας, την προστασία, προστασία των, προστασίας των
  • beskæftigelse στα ελληνικά - κατοχή, δουλειές, επιχείρηση, δουλειά, επάγγελμα, υπόθεση, κατάληψη, ...
Τυχαίες λέξεις
Beskytte στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατοχυρώνω, προστατεύω, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, προστατεύει