Λέξη: ταπεινός

Σχετικές λέξεις: ταπεινός

ταπεινός και καταφρονεμένος, ταπεινός λεξικό, ταπεινός γρηγόρης, ταπεινός χορός, ταπεινός στα αγγλικα, ταπεινός άνθρωπος, ταπεινός ορισμός, ταπεινός αντίθετο, ταπεινός κωνσταντίνος, ταπεινός πασχαλιάτικος

Συνώνυμα: ταπεινός

χαμηλός, ευτελής, πρόστυχος, αξιοθρήνητος, απελπισμένος, απεχθής, καταπτοήμενος, περιφρονήτεος, ακαύχητος, σεμνός, υπηρετικός

Μεταφράσεις: ταπεινός

ταπεινός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abject, humble, lowly, unpretentious, menial, reverent

ταπεινός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
humillar, vil, miserable, pobre, rebajar, humilde, humildes, modesto, humildemente

ταπεινός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
elend, jämmerlich, erbärmlich, erniedrigen, entwürdigen, demütig, demütigen, bitter, kriechend, verächtlich, verworfen, niedrig, bescheiden, niedrigen, niederen

ταπεινός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dédaigneux, plat, chétif, humilier, modeste, miséreux, minable, abaisser, misérable, modique, rabaisser, pitoyable, piètre, frugal, abject, pauvre, humble, humbles, faiblement, vil

ταπεινός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
modesto, miserabile, umile, umiliare, infame, avvilire, umili, misero, umilmente

ταπεινός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abjecto, ignoto, miserável, acanhar, obscuro, humilde, humanista, rebaixar, acabrunhar, humildes, humildemente, modesto, condição humilde

ταπεινός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schunnig, miserabel, schamel, verachtelijk, bescheiden, ellendig, nietswaardig, nederig, stumperig, belabberd, vernederen, onderdanig, deemoedig, nederige, laag, nederigen

ταπεινός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
презренный, застенчивый, унизить, несчастный, плачевный, смиряться, смириться, раболепный, принизить, приниженный, покорный, принижать, унижать, простой, жалкий, смиренный, скромный, смирен, кроткий, смиренных, скромное

ταπεινός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ussel, ynkelig, beskjeden, ydmyk, lowly, ringe, ydmyke, ydmyk av

ταπεινός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ödmjuk, ringa, usel, lågt, lowly, ödmjuka

ταπεινός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
turmeltunut, alistuva, vaatimaton, alamainen, nöyrä, kurja, viheliäinen, nöyryyttää, kukistaa, häpäistä, aateliton, halpa, lowly, alhainen, alhaiseen, nöyriä

ταπεινός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ydmyg, ydmyge, ringe, lowly, ydmyg af

ταπεινός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bídný, ponížit, pokořit, nízký, pokorný, ubohý, zahanbit, skromný, nízko, ponížený, pokorného, chudý

ταπεινός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
korny, skromny, nikczemny, upokorzyć, pokorny, nieszczęśliwy, potulny, nieszczęsny, podły, nędzny, upokarzać, pokornego, nisko, pokornych

ταπεινός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kitaszított, sorsüldözött, alázatos, szerény, alantas, alacsonyan, alacsonyrendű

ταπεινός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sefil, aşağı, asılıyor, daha asılıyor, alçakgönüllü, daha asıldı

ταπεινός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смиренний, покірний, соромливий, простої, скромний, скромна, скромне, скромніший

ταπεινός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përvuajtur, me përulësi, modest, përulur, i përulur, përulur nga

ταπεινός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смирен, скромен, смирените, скромните

ταπεινός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сціплы, сьціплы, скромный

ταπεινός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tagasihoidlik, alandama, alandlik, armetu, Nöyrä, vagad, lihtsas

ταπεινός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skroman, skromnim, ponizan, ponizna, ponizno, poniznima, ponizni

ταπεινός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lítillátur

ταπεινός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
humilis

ταπεινός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kukliai, nuolankios, Pokorny, kuklus, sekite nuolankiaisiais

ταπεινός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieticīgs, pazemīgs, pazemīgu, vienkāršs, pazemīgajiem

ταπεινός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
смирен, понизен, смирените, понизното, понизно

ταπεινός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
modest, umil, smerit, smerit cu, umilă, smeriți

ταπεινός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ponižnega, ponižen, skromen, nizek, ponizna

ταπεινός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skromný, pokorný
Τυχαίες λέξεις