Λέξη: αγωνιστής

Σχετικές λέξεις: αγωνιστής

αγωνιστής english, αγωνιστής συνώνυμα, αγωνιστής μυς, νέος αγωνιστής, αγωνιστής ντοπαμίνης, μερικός αγωνιστής, λαϊκός αγωνιστής, αντίστροφος αγωνιστής, αγωνιστής του 1821, περιοδικό αγωνιστής

Συνώνυμα: αγωνιστής

μαχητής, πολεμιστής, καταδιωκτικό αεροπλάνο

Μεταφράσεις: αγωνιστής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
campaigner, fighter, agonist, agonist is, an agonist, agonist of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
luchador, combatiente, caza, de combate, combatiente del
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Kämpfer, Kampf, Jagd, fighter
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
candidat, combattant, chasseur, chasse, de chasse, combattant de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
combattente, caccia, fighter, combattimento, lottatore
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lutador, combatente, caça, lutador do, lutador de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vechter, gevechtsvliegtuig, fighter, vechter van, strijder
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
служака, истребитель, боец, борец, истребителя, бойцом
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fighter, jagerfly, jager, kampfly, kamp
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fighter, kämpe, kämpen, jaktplan
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ehdokas, taistelija, hävittäjä, fighter, hävittäjän, hävittäjät
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fighter, kampfly, jagerfly, kæmper, jager
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bojovník, stíhací, fighter, stíhač, stíhačka
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bojownik, działacz, aktywista, wiarus, myśliwiec, wojownik, samolot myśliwski, fighter
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
harcos, Fighter, harci, vadászgép, vadászgépek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savaşçı, savaş, avcı, fighter, savaşçısı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винищувач
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
luftëtar, luftëtar i, luftëtari, gjuajtës, luftëtari i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
боец, изтребител, борец, изтребители, боен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
знішчальнік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valimiskandidaat, võitleja, Fighter, hävitaja, hävituslennukite, hävitajat
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
borac, Fighter, lovac, borbeni, borca
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
baráttamaður, bardagamaður, Fighter, baráttumaður, baráttukona
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kovotojas, Fighter, naikintuvas, naikintuvo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kandidāts, cīnītājs, Fighter, iznīcinātājs, iznīcinātāja
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
борец, борбени, борбен, борбените, борец за
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
candidat, luptător, luptator, vânătoare, de vânătoare, de luptă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fighter, borec, tekmovalec, lovec
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bojovník
Τυχαίες λέξεις