Dels στα ελληνικά
Μετάφραση: dels, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μερικώς, εν μέρει, μέρει, μερική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- delikat στα ελληνικά - φίνος, μαλθακός, λεπτός, ευαίσθητος, λεπτή, λεπτό, ευαίσθητη
- deling στα ελληνικά - τομή, διαίρεση, χωρίζω, μερίδιο, μεραρχία, τμήμα, διχασμός, ...
- delvis στα ελληνικά - μερικώς, εν μέρει, μέρει, μερική, μερικά
- demografi στα ελληνικά - Δημογραφικά, Δημογραφικά στοιχεία, Demographics, Δημογραφία, τα δημογραφικά στοιχεία
Τυχαίες λέξεις
Dels στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μερικώς, εν μέρει, μέρει, μερική
Μεταφράσεις: μερικώς, εν μέρει, μέρει, μερική