Forsigtig στα ελληνικά

Μετάφραση: forsigtig, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσεκτικός, επιφυλακτικός, εφεκτικός, επερχόμενο, προσεκτική, στον επερχόμενο, προσεκτικοί
Forsigtig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • forsamles στα ελληνικά - περισυλλέγω, συναρμολογώ, μαζεύομαι, μαζεύω, συγκεντρώνομαι, συναθροίζω, συγκεντρώσει, ...
  • forsamling στα ελληνικά - συγκέντρωση, αναμέτρηση, συναρμολόγηση, σύναξη, συνέλευση, Συνέλευσης, Συνέλευσης των, ...
  • forsikre στα ελληνικά - βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, εξασφάλιση
  • forsikring στα ελληνικά - ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
Τυχαίες λέξεις
Forsigtig στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσεκτικός, επιφυλακτικός, εφεκτικός, επερχόμενο, προσεκτική, στον επερχόμενο, προσεκτικοί