Προσεκτικός στα δανικά
Μετάφραση: προσεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opmærksom, forsigtig, omhyggelig, forsigtige, Pas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσεκτικός
προσεκτικόσ διαπραγματευτήσ, προσεκτικός συνώνυμο, προσεκτικός στα αγγλικά, προσεκτικός συνώνυμα, προσεκτικός λεξικό γλώσσας δανικά, προσεκτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- προσεγμένος στα δανικά - overvåget, set, overvågede, iagttog, så
- προσεκτικά στα δανικά - omhyggeligt, nøje, forsigtigt, grundigt
- προσελκύω στα δανικά - tiltrække, tiltrækker, at tiltrække
- προσευχή στα δανικά - bøn, bønnen, bede, bønner
Τυχαίες λέξεις
Προσεκτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opmærksom, forsigtig, omhyggelig, forsigtige, Pas
Μεταφράσεις: opmærksom, forsigtig, omhyggelig, forsigtige, Pas