Fri στα ελληνικά

Μετάφραση: fri, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσάμπα, δωρεάν, αυτεξούσιος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Fri στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fremtid στα ελληνικά - μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
  • fremtidig στα ελληνικά - μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
  • frigive στα ελληνικά - κυκλοφορώ, μπόσικος, τσάμπα, λάσκος, χαλαρός, εκκρίνω, δωρεάν, ...
  • frihed στα ελληνικά - ελευθερία, ελευθερίας, ελεύθερης, ελεύθερη, την ελευθερία
Τυχαίες λέξεις
Fri στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσάμπα, δωρεάν, αυτεξούσιος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης