Hår στα ελληνικά

Μετάφραση: hår, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίχα, μαλλιά, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας
Hår στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • håndtag στα ελληνικά - κράτημα, πιάνω, μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, λαβή, χερούλι, χειριστεί, ...
  • håndværker στα ελληνικά - τεχνίτης, τεχνίτη, μάστορα, μάστορας, τεχνίτες
  • hård στα ελληνικά - σκληρός, δύσκολος, σκληρά, σκληρό, σκληρού, σκληρή
  • hårdhed στα ελληνικά - σκληρότητα, σκληρότητας, σκληρότητας του, σκληρότητα του, η σκληρότητα
Τυχαίες λέξεις
Hår στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίχα, μαλλιά, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας