Μαλλιά στα δανικά

Μετάφραση: μαλλιά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hår, håret, hair, hårtørrer
Μαλλιά στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαλλιά

μαλλιά που φριζάρουν, μαλλιά ονειροκρίτης, μαλλιά 2014, μαλλιά σγουρά, μαλλιά άνοιξη 2014, μαλλιά λεξικό γλώσσας δανικά, μαλλιά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαλθακός στα δανικά - vanskelig, sart, doven, fin, lækker, delikat, skrøbelig, ...
  • μαλλί στα δανικά - uld, ulden, af uld
  • μαλλιαρός στα δανικά - uldne, ulden, uldagtig, uldent, blakket
  • μαλώνω στα δανικά - lambaste, gennemhegler
Τυχαίες λέξεις
Μαλλιά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hår, håret, hair, hårtørrer