Indrømme στα ελληνικά

Μετάφραση: indrømme, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακηρύσσω, εξομολογώ, ομολογώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Indrømme στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • indre στα ελληνικά - εσωτερικώς, εσωτερικός, μονόκλινο, Ενιαία, ενιαίας, Single, Ενιαίου
  • indrette στα ελληνικά - προσαρμόζω, διασκευάζω, οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν
  • indsamling στα ελληνικά - συνδρομή, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
  • indsats στα ελληνικά - προσπαθώ, απόπειρα, πασχίζω, δοκιμάζω, εκδικάζω, προσπάθεια, δράση, ...
Τυχαίες λέξεις
Indrømme στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακηρύσσω, εξομολογώ, ομολογώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί