Indrette στα ελληνικά
Μετάφραση: indrette, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσαρμόζω, διασκευάζω, οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- indledning στα ελληνικά - προοίμιο, προλογίζω, πρόλογος, εισαγωγή, μύηση, έναρξη, την έναρξη, ...
- indre στα ελληνικά - εσωτερικώς, εσωτερικός, μονόκλινο, Ενιαία, ενιαίας, Single, Ενιαίου
- indrømme στα ελληνικά - διακηρύσσω, εξομολογώ, ομολογώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, ...
- indsamling στα ελληνικά - συνδρομή, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Τυχαίες λέξεις
Indrette στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσαρμόζω, διασκευάζω, οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν
Μεταφράσεις: προσαρμόζω, διασκευάζω, οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν