Διασκευάζω στα δανικά

Μετάφραση: διασκευάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
indrette, modificerer, ændrer
Διασκευάζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασκευάζω

διασκευάζω βικιλεξικο, διασκευάζω συνωνυμα, διασκεδάζω βικιλεξικο, διασκεδάζω λεξικο, διασκευάζω οικογενεια λεξεων, διασκευάζω λεξικό γλώσσας δανικά, διασκευάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διασκέδαση στα δανικά - fornøjelse, sjov, sjovt, sjove, det sjovt, fun
  • διασκεδάζω στα δανικά - svælge, svælger, at svælge
  • διασκευή στα δανικά - revision, revisionen, ændring, en revision, revidere
  • διασκορπίζομαι στα δανικά - strø, scatter, spredning, sprede, spredt
Τυχαίες λέξεις
Διασκευάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: indrette, modificerer, ændrer