Προσαρμόζω στα δανικά

Μετάφραση: προσαρμόζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tandhjul, indrette, justere, tilpasse, indstille, justeres, at justere
Προσαρμόζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσαρμόζω

προσαρμόζω τη δόση μου, προσαρμόζω αγγλικά, προσαρμόζω συνώνυμο, προσαρμόζω μετάφραση, προσαρμόζω συνώνυμα, προσαρμόζω λεξικό γλώσσας δανικά, προσαρμόζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • προσαράσσω στα δανικά - land, grund, fornuft, jord, strandede, strandet, strenget, ...
  • προσαρμογή στα δανικά - justering, tilpasning, regulering, indstilling, tilpasningen
  • προσαύξηση στα δανικά - tillæg, tillægsgebyr, mod tillægsgebyr, gebyr, mod gebyr
  • προσβάλλομαι στα δανικά - kontrakt, aftale, tage, træffe, tager, læs, at
Τυχαίες λέξεις
Προσαρμόζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tandhjul, indrette, justere, tilpasse, indstille, justeres, at justere