Kerne στα ελληνικά

Μετάφραση: kerne, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσία, πυρήνας, καρδιά, ψίχα, πυρήνα, βασικές, βασικών, πυρήνος
Kerne στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kendskab στα ελληνικά - γνώσεις, γνώση, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
  • keramik στα ελληνικά - κεραμικός, αγγειοπλαστική, κεραμικά, κεραμική, κεραμικών, κεραμικής, τα κεραμικά
  • kernereaktor στα ελληνικά - αντιδραστήρας, πυρηνικός αντιδραστήρας, πυρηνικό αντιδραστήρα, πυρηνικού αντιδραστήρα, πυρηνικών αντιδραστήρων, των πυρηνικών αντιδραστήρων
  • kiks στα ελληνικά - μπισκότο, μπισκότα, μπισκότων, τα μπισκότα
Τυχαίες λέξεις
Kerne στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσία, πυρήνας, καρδιά, ψίχα, πυρήνα, βασικές, βασικών, πυρήνος