Λέξη: μετοχή

Σχετικές λέξεις: μετοχή

μετοχή πειραιως, μετοχή της eurobank, μετοχή οτε, μετοχή τράπεζας κύπρου, μετοχή αρχαία ελληνικά, μετοχή δεη, μετοχή οπαπ, μετοχή ετε, μετοχή ενεστώτα, μετοχή αλφα, μετοχή εθνικής

Συνώνυμα: μετοχή

μερίδιο, μέρος ποσοστό, μερίδα, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές, στοκ, στέλεχος, κορμός, γένος, ζώα, ασφάλεια, εγγύηση, ασφάλιση, χρεόγραφο, σιγουριά, μετοχή γραμματικής

Μεταφράσεις: μετοχή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
participle, share, stock, share of, shares
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
participio, cuota, acción, participación, compartir, parte
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
partizip, mittelwort, Aktie, Anteil, teilen, Aktien
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
participe, gérondif, part, action, Partager, share, la part
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
participio, quota, quota di, share, azione, parte
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ação, parte, quota, compartilhar, quota de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deelwoord, aandeel, delen, Share, deel, aandelen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
причастие, доля, Share, долю, доли, акций
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
del, aksje, andel, andelen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
particip, del, aktie, andel, Share, andelen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osuus, osake, osakkeen, osuuden, osakkeelta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
andel, Del, Share, aktie, andelen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příčestí, přechodník, podíl, Sdílet, Share, podílu, podíl na
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
imiesłów, udział, akcja, część, udział w, zakładowy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
participium, részvény, részesedés, részesedése, részesedését, részesedést
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pay, hisse, payı, paylaş, paylaşım
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дієприкметник, частка, доля, частина
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjesë, aksion, pjesa, ndajnë, pjesa e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
причастие, дял, акция, Сподели, Share, Закачи
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
доля, дзель
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
partitsiip, kesksõna, osa, aktsia, Jaga Facebookis, osakaal, osakaalu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
particip, udio, udjel, udjela, dionica, dio
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlut, hlutdeild, Share, hluti, hlutur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dalis, Share, Dalintis, dalį, akcijų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
akcija, daļa, dalīties, Share, īpatsvars
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акција, удел, учеството, уделот, удел на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acțiune, cota, social, cota de, cotă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
delež, deleža, del, deleż, delnica
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podiel, časť, podielu, pomer, účasť

Στατιστικά δημοτικότητας: μετοχή

Τυχαίες λέξεις