Konto στα ελληνικά
Μετάφραση: konto, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναφορά, σημασία, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kontant στα ελληνικά - χρήματα, μετρητά, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
- kontinent στα ελληνικά - ήπειρος, ήπειρο, ηπείρου, ήπειρό, της ηπείρου
- kontor στα ελληνικά - πρακτορείο, αυθεντία, εξουσία, κύρος, υπηρεσία, γραφείο, Office, ...
- kontorist στα ελληνικά - υπάλληλος, κληρικός, Γραμματειακός, Clerical, Γραμματειακού, Εργασίες γραφείου
Τυχαίες λέξεις
Konto στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναφορά, σημασία, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
Μεταφράσεις: αναφορά, σημασία, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω