Kontrol στα ελληνικά

Μετάφραση: kontrol, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιάζω, επιθεώρηση, έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
Kontrol στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kontrakt στα ελληνικά - προσβάλλομαι, συμφωνία, συμβόλαιο, κατανόηση, συστέλλομαι, σύμβαση, σύμβασης, ...
  • kontrast στα ελληνικά - αντίθεση, συγκρίνω, αντιπαραθέτω, αντίθεσης, Contrast, να αντιπαραβάλλουν, Αντιπαραβάλτε
  • konversation στα ελληνικά - συνομιλία, συζήτηση, συνομιλίας, συζήτησης, κουβέντα
  • konversere στα ελληνικά - συνομιλώ, αντίστροφο, αντίθετο, συνομιλούν, converse, συνδιαλέγονται
Τυχαίες λέξεις
Kontrol στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιάζω, επιθεώρηση, έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της