Λέξη: γλωσσικός

Σχετικές λέξεις: γλωσσικός

γλωσσικός δανεισμός, γλωσσικός έλεγχος, γλωσσικόσ κώδικασ, γλωσσικός γραμματισμός, γλωσσικός συλλογισμός παραδείγματα, γλωσσικός συλλογισμός, γλωσσικός προγραμματισμός, γλωσσικός υπολογιστής, γλωσσικός ντετερμινισμός, γλωσσικόσ διεθνισμόσ και ηθική τησ γλώσσασ

Συνώνυμα: γλωσσικός

γλωσσολογικός

Μεταφράσεις: γλωσσικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
linguistic, lingual, a linguistic
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lingüístico, lingüística, lingüísticos, lingüísticas, lingística
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sprachlich, linguistisch, sprachlichen, Sprach, sprachliche
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lingual, linguistique, linguistiques
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
linguistico, linguistica, linguistiche, linguistici
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
linguístico, linguista, linguística, lingüística, lingüístico, linguísticos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
taalkundig, linguïstisch, taal-, taalkundige, linguïstische
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
языковедческий, лингвистический, языковой, речевой, языковое, лингвистическая, лингвистическое
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
språklig, språklige, språk, lingvistisk, lingvistiske
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
språklig, språkliga, språk, den språkliga, språkligt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kielellinen, kielitieteellinen, kielellisen, kielellistä, kielellisten, kielelliset
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sproglig, sproglige, den sproglige, sprogligt, af sproglig
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lingvistika, jazykovědný, lingvistický, jazykověda, jazykový, jazykové, jazyková, jazykovou, jazykových
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
językoznawczy, lingwistyczny, językowy, językowa, językowe, językowej
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyelvészeti, nyelvtudományi, nyelvi, a nyelvi
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dilbilimsel, Dil, dilsel, linguistik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лінгвіст, лінгвістичний, лингвистический
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjuhësor, linguistik, gjuhësore, linguistike, gjuhesore
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лингвистичен, езиков, езиковото, езиково, лингвистична
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лінгвістычны, педагагічны, лінгвістычную
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lingvistiline, keeleline, keelelise, keelelist, keeleliste, keelelisi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jezičnu, jezičnom, jezične, jezičnih, jezičnim, lingvistički, jezički, jezična, jezično, lingvističke
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tungumála, tungumálum, tungumálaaðstoð, tungumálareynsla, tungumálakunnáttu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalbinis, kalbinė, kalbinę, lingvistinė, lingvistinis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lingvistisks, valodniecisks, lingvistiskā, lingvistisko, lingvistiskās
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лингвистички, јазична, јазични, јазичниот, јазичните
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lingvistic, lingvistică, lingvistice, lingvistica
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jezikovna, jezikovni, jezikovno, jezikovne, jezikovnega
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lingvistický, jazykový
Τυχαίες λέξεις