Εξουσιάζω στα δανικά

Μετάφραση: εξουσιάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
styre, herredømme, kontrol, beherske, regere, magt, underkende, tilsidesætte, bort, se bort, se bort fra
Εξουσιάζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξουσιάζω

εξουσιάζω λεξικό γλώσσας δανικά, εξουσιάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εξορκίζω στα δανικά - exorcize
  • εξουσία στα δανικά - myndighed, kraft, embede, kontor, magt, autoritet, power, ...
  • εξουσιοδοτούμαι στα δανικά - am, er, glæder, mig
  • εξουσιοδοτώ στα δανικά - bemyndige, tilladelse, godkende, tillade, tilladelse til
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: styre, herredømme, kontrol, beherske, regere, magt, underkende, tilsidesætte, bort, se bort, se bort fra