Kur στα ελληνικά

Μετάφραση: kur, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεραπεία, μεταχείριση, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση
Kur στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kunstvanding στα ελληνικά - άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
  • kupé στα ελληνικά - μέρος, διαμέρισμα, διαμερίσματος, θαλάμου, θάλαμο, θήκη
  • kursus στα ελληνικά - πλεύση, πιάτο, πορεία, φυσικά, βέβαια, βεβαίως, μάθημα
  • kurv στα ελληνικά - καλάθι, κοφίνι, πανέρι, καλαθιού, καλάθι με, καλάθι αγορών, μπάσκετ
Τυχαίες λέξεις
Kur στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεραπεία, μεταχείριση, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση