Lærling στα ελληνικά

Μετάφραση: lærling, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δόκιμος, μαθήτρια, μαθητής, τσιράκι, Apprentice, Μαθητευόμενος, μαθητευόμενων, μαθητευόμενου
Lærling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lærk στα ελληνικά - λάριξ, αγριόπευκο, λάρικα, λάρικος, ξύλο λάρικος
  • lærke στα ελληνικά - κορυδαλλός, Lark, Κορυδαλος, κορυδαλός, αφροντισία
  • læs στα ελληνικά - κατηγορία, φροντίδα, αποστολή, γεμίζω, φορτίο, φορτώνω, φόρτωση, ...
  • læse στα ελληνικά - διαβάζω, ανάγνωση, διαβάσετε, διαβάσει, διαβάστε
Τυχαίες λέξεις
Lærling στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δόκιμος, μαθήτρια, μαθητής, τσιράκι, Apprentice, Μαθητευόμενος, μαθητευόμενων, μαθητευόμενου