Μαθήτρια στα δανικά

Μετάφραση: μαθήτρια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
student, lærling, elev, studerende, skolepige, schoolgirl
Μαθήτρια στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαθήτρια

μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της.. (δες πως πήγε ), μαθήτρια που γδύνεται στην τάξη, μαθήτρια τούμπανο, μαθήτρια δείχνει τα γεννητικά της όργανα, μαθήτρια-τούμπανο έπεσε και έδειξε στήθος στην παρέλαση, μαθήτρια λεξικό γλώσσας δανικά, μαθήτρια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαζεύω στα δανικά - forsamles, sump, plukke, samle, indsamle, indsamler, at indsamle, ...
  • μαζικός στα δανικά - mængde, størrelse, masse, massen, vægt, totalmasse
  • μαθηματικά στα δανικά - regning, matematik, matematikken, matematikkens, for matematik
  • μαθηματικός στα δανικά - matematiker, matematikeren, matematiker fra
Τυχαίες λέξεις
Μαθήτρια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: student, lærling, elev, studerende, skolepige, schoolgirl