Lidelse στα ελληνικά
Μετάφραση: lidelse, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόνος, καημός, ατυχία, θλίψη, αγωνία, αταξία, διαταραχή, διαταραχής, διαταραχές, διαταραχή του
Μεταφράσεις
- licens στα ελληνικά - επιτρέπω, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
- lide στα ελληνικά - υποφέρω, παθαίνω, πάσχω, σαν, Όπως, Σας αρέσει, αρέσει, ...
- lidt στα ελληνικά - μικρός, λίγοι, λίγο, μερικοί, μερικός, ένα μικρό, μια μικρή, ...
- liflig στα ελληνικά - γλυκός, καραμέλα, απολαυστικός, απολαυστικά, απολαυστική, απολαυστικό, απολαυστικές
Τυχαίες λέξεις
Lidelse στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόνος, καημός, ατυχία, θλίψη, αγωνία, αταξία, διαταραχή, διαταραχής, διαταραχές, διαταραχή του
Μεταφράσεις: πόνος, καημός, ατυχία, θλίψη, αγωνία, αταξία, διαταραχή, διαταραχής, διαταραχές, διαταραχή του