Λέξη: δηκτικός
Σχετικές λέξεις: δηκτικός
δηκτικός συνώνυμα, δεικτικός σημασία, δηκτικός ορισμός, δηκτικός english
Συνώνυμα: δηκτικός
ευκίνητος, σβέλτος, τσουχτερός, δραστήριος, δριμύς, καυστικός, σαρκαστικός, οξύς, αιχμηρός, ζωηρός, σπαραχτικός, οξύθυμος, πικρός
Μεταφράσεις: δηκτικός
δηκτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scathing, insulting, stinging, nippy, cutting, snappish
δηκτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mordaz, ultrajante, insultante, mordaces, cáustico, scathing, feroz
δηκτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vernichtend, frech, beschimpfend, beleidigende, bissig, scharf, vernichtende, vernichtenden
δηκτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acerbe, sarcastique, outrageux, cinglant, offensant, mordant, âcre, blessant, insultant, outrageant, agonissant, injurieuse, caustique, injurieux, cinglante, virulente, cinglants
δηκτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caustico, mordace, pungente, graffiante, feroce
δηκτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mordaz, contundente, scathing, severo, fulminante
δηκτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vernietigend, vernietigende, afmakende, onomwonden, bijtende
δηκτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
злой, обидный, издевательский, едкий, разносный, жестокий, оскорбительный, хлесткий, уничтожающий, резкой, уничтожающая, уничтожающим, уничтожающей
δηκτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bitende, scathing, sviende, omfattende kritikk, sarkastisk
δηκτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svidande, skarp, nedgörande, scathing, dräpande
δηκτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herjaava, tyrmäävä, murskaavaa, murskaavia, murskaava, purevan
δηκτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sønderlemmende, bidende, svidende, scathing, en sønderlemmende
δηκτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
urážející, ostrý, urážlivý, sžíravý, kousavý, kousavá, kousavé, kousavým
δηκτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obelżywy, zgryźliwy, kostyczny, obraźliwy, zjadliwy, zjadliwą, zjadliwe, scathing, złośliwy
δηκτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csípős, maró, gyilkos, kegyetlen, metsző
δηκτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acı, scathing, kırıcı, sert bir dille eleştirdi, iğneleyici
δηκτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ображений, руйнування, знищує, що знищує, нищівний, нищівного, знищуватиме
δηκτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ashpër, ashpër, të ashpër, e ashpër, i ashper
δηκτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
унищожителен, язвителен, язвителна, унищожителна, язвително
δηκτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
знішчальны, знішчае
δηκτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
solvav, salvav, lõikav, salvava, salvavalt, Murhaava
δηκτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oštar, zajedljiv, vrijeđanje, preziran, jedak
δηκτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
scathing
δηκτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
piktas, Naikinantį, Žiauriai, niekinamas, kandus
δηκτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
scathing
δηκτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
остар, навреден, остри, остра, жесток
δηκτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nimicitor, usturătoare, aspra, sarcastică, sarcastica
δηκτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Oster
δηκτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
urážlivý, ostrý, kúsavý, kousavý, prenikavý