Λέξη: μερικώς

Σχετικές λέξεις: μερικώς

μερικώς υδρογονωμένα έλαια, μερικώσ έτοιμη για παραλαβή, μερικώς υδρογονωμένο σογιέλαιο, μερικώς υδρογονωμένα, μερικώς τιμολογημένη, μερικώς αναμίξιμα υγρά, μερικώσ υδρογονωμένα φυτικά έλαια, μερικώς υδρογονωμένα λιπαρά, μερικώς διαφανή κρυστάλλινη πυραμίδα, μερικώς συνώνυμα

Συνώνυμα: μερικώς

εν μέρει

Μεταφράσεις: μερικώς

μερικώς στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
partly, partially, part, in part, partial

μερικώς στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
en parte, parcialmente, parte

μερικώς στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
teilweise, teils, zum Teil, Teil

μερικώς στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
partiellement, en partie, partie, part

μερικώς στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
in parte, parzialmente, parte

μερικώς στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
divisória, parcialmente, em parte, parte

μερικώς στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deels, gedeeltelijk, ten dele, mede, deel

μερικώς στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
частью, отчасти, частично

μερικώς στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
delvis, dels, blant annet, blant, delvis på

μερικώς στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
delvis, dels, bland annat, del, delvis på

μερικώς στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osittain, osin, osaksi

μερικώς στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
delvis, dels, delvist, til dels, bl.a.

μερικώς στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dílem, částečně, zčásti, Polojasno, Dešťové, Skoro

μερικώς στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poniekąd, częściowo, części, w części, po części, częściowa

μερικώς στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
részben, részleges, részlegesen, egyrészt

μερικώς στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kısmen, kısmen de, kısmi, parçalı

μερικώς στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
частиною, часткою, почасти, частково

μερικώς στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjesërisht, pjesërisht për, pjesërisht të, pjeserisht, pjesërisht e

μερικώς στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
частично, отчасти, отчасти се, донякъде, частично се

μερικώς στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
часткова

μερικώς στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osaliselt, osalt, on osaliselt

μερικώς στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
donekle, dijelom, djelomično, djelom, djelimično, djelomice

μερικώς στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sumt, sumpart, hluta, að hluta, hluta til, að hluta til, ma

μερικώς στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
partim

μερικώς στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iš dalies, dalies, dalinis, dalinai

μερικώς στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
daļēji, daļēja, daĜēji, daļēji ir

μερικώς στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
делумно, делумно се, делумно и, делумно е, делумно го

μερικώς στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
parțial, parte, în parte, partial

μερικώς στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
deloma, delno, delno pa

μερικώς στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jednak, čiastočne, časť, sčasti
Τυχαίες λέξεις