Oprindelig στα ελληνικά
Μετάφραση: oprindelig, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνήσιος, πρωτότυπος, γηγενής, ιθαγενής, αρχικά, αρχικώς, που αρχικά, αρχική, είχε αρχικά
Μεταφράσεις
- oppumpe στα ελληνικά - αντλία, φουσκώνω, τρόμπα, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, ...
- oprette στα ελληνικά - ιδρύω, διαπιστώνω, επιβάλλω, καθιερώνω, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, ...
- oprindelse στα ελληνικά - έναρξη, προέλευση, ρίζα, αρχή, πηγή, καταγωγή, προέλευσης, ...
- oprør στα ελληνικά - επανάσταση, εξέγερση, ξεσήκωμα, ανταρσία, εξέγερσης, επανάστασης
Τυχαίες λέξεις
Oprindelig στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνήσιος, πρωτότυπος, γηγενής, ιθαγενής, αρχικά, αρχικώς, που αρχικά, αρχική, είχε αρχικά
Μεταφράσεις: γνήσιος, πρωτότυπος, γηγενής, ιθαγενής, αρχικά, αρχικώς, που αρχικά, αρχική, είχε αρχικά