Regering στα ελληνικά
Μετάφραση: regering, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διοικητικός, δίαιτα, χορήγηση, κυβέρνηση, διοίκηση, καθεστώς, πολίτευμα, κυβέρνησης, Κυβερνήσεως, κυβερνήσεων, της κυβέρνησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- regelmæssig στα ελληνικά - ομαλός, τακτικός, ίσος, ακόμα, τακτική, τακτικές, τακτικά, ...
- regere στα ελληνικά - αποφασίζω, έλεγχος, βασιλεύω, κανόνας, ιθύνω, διέπω, εξουσιάζω, ...
- regeringslov στα ελληνικά - ρύθμιση, κανονισμός, διάταξη, διάταγμα, διάταγμα για, διατάγματος για τις, διάταγμα για τις
- regime στα ελληνικά - δίαιτα, κυβέρνηση, καθεστώς, πολίτευμα, καθεστώτος, σύστημα, συστήματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Regering στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διοικητικός, δίαιτα, χορήγηση, κυβέρνηση, διοίκηση, καθεστώς, πολίτευμα, κυβέρνησης, Κυβερνήσεως, κυβερνήσεων, της κυβέρνησης
Μεταφράσεις: διοικητικός, δίαιτα, χορήγηση, κυβέρνηση, διοίκηση, καθεστώς, πολίτευμα, κυβέρνησης, Κυβερνήσεως, κυβερνήσεων, της κυβέρνησης