Ren στα ελληνικά
Μετάφραση: ren, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρίζω, ατόφιος, καθαρός, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- religion στα ελληνικά - θρησκεία, πίστη, θρησκείας, τη θρησκεία, της θρησκείας, η θρησκεία
- remise στα ελληνικά - μαγαζί, βάζω, αποθήκευση, αποθηκεύω, παραιτούμαι δικαιώματος, Remise, παραίτηση απαιτήσεως, ...
- rende στα ελληνικά - χαντάκι, διοχετεύω, κανάλι, ρείθρο, τάφρος, εκσκαφείς, τσάπα, ...
- rensdyr στα ελληνικά - τάρανδος, ταράνδων, ταράνδου, τάρανδο, τάρανδοι
Τυχαίες λέξεις
Ren στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρίζω, ατόφιος, καθαρός, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές
Μεταφράσεις: καθαρίζω, ατόφιος, καθαρός, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές