Λέξη: διορίζω
Σχετικές λέξεις: διορίζω
διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα
Συνώνυμα: διορίζω
κατονομάζω, ονομάζω, μεταβιβάζω, εξουσιοδοτώ, επιτάσσω, χειροτονώ, προχειρίζω, διατάσσω, προτείνω, αποστέλλω, αναπληρώ, αντιπροσωπεύω, ανακηρύσσω υποψήφιον, αναγορεύω, υποδεικνύω, ορίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, αποτελώ, συγκροτώ, συνιστώ, απαρτίζω, εκλέγω
Μεταφράσεις: διορίζω
διορίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
assign, appoint, nominate, depute, depurate, ordain, deputize
διορίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
denominar, señalar, asignar, destinar, nombrar, diputar, Depute, diputado
διορίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestimmen, delegieren, Depute, abordnen
διορίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assignons, ordonner, nommons, affecter, allouer, assignez, nommer, définir, qualifier, dénommer, marquer, appointent, constituer, assignent, décréter, mandater, déléguer, Depute, Député, députer, faire députer
διορίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assegnare, fissare, destinare, deputare, Depute, deputato
διορίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aponte, atribua, designar, barulhento, deputar, Depute, delegar
διορίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
benoemen, aanstellen, betekenen, dagen, deputeren, afvaardigen, depute
διορίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выставить, договариваться, ассигновать, задать, переуступать, откомандировывать, именовать, назначить, задавать, оборудовать, назвать, приписать, поручать, устраивать, предписывать, утверждать, зам
διορίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nominere, utnevne, depute
διορίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utnämna, anslå, Depute
διορίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sijoittaa, nimittää, nimetä, tokaista, määrätä, esittää, valtuuttaa, Depute, lähettää edustajaksi
διορίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Depute
διορίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ustanovit, jmenovat, vyhradit, předepsat, přikázat, stanovit, určovat, pojmenovat, přidělit, určit, nominovat, vyjmenovat, přičítat, delegovat, Depute, vyslat
διορίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przydzielić, oznaczyć, desygnować, zlecić, przyporządkować, nakazywać, cedować, obierać, wydzielać, wydzielić, przeznaczać, ustalać, przypisywać, wyznaczać, mianować, określać, delegować, upełnomocniać, Depute
διορίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
engedményes, feljogosított, jogutód, megbízott, felhatalmazott, felhatalmaz, átruház, Depute
διορίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atamak, vekil atamak, depute
διορίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
асигнувати, улаштовувати, приписати, називати, обладнувати, призначити, присвоювати, призначте, призначати, назвати, зам, заступник, заст, заступника, заступником
διορίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i kaloj, delegoj, kaloj, caktoj si zëvendës
διορίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
правоприемник, възлагам, делегирам, Depute
διορίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нам, намеснік, заўв, намесьнік, зам
διορίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
delegeerima, Depute, Volitab, asetäitjaks, asetäitjaks määrama
διορίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predložiti, postaviti, imenovati, odrediti, naznačiti, pripisati, namijeniti, dodijeliti, naimenovati, dati, opremiti, opunomoćiti, delegirati, député
διορίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
depute
διορίζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
constituo, tribuo
διορίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skirti, deleguoti, Depute, Paskirti pavaduotoju, Perduoti, Nukreipti
διορίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pilnvarot, Depute, deleģēt, sūtīt kā pārstāvi
διορίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
depute
διορίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
împuternici, delega, Depute, deputat, de deputat
διορίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ustanovit, Delegirati, Depute
διορίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
delegovať, preniesť, poveriť, postúpiť, delegovania
Τυχαίες λέξεις