Rense στα ελληνικά

Μετάφραση: rense, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρός, καθαρίζω, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές
Rense στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rende στα ελληνικά - χαντάκι, διοχετεύω, κανάλι, ρείθρο, τάφρος, εκσκαφείς, τσάπα, ...
  • rensdyr στα ελληνικά - τάρανδος, ταράνδων, ταράνδου, τάρανδο, τάρανδοι
  • rente στα ελληνικά - τόκος, επιτόκιο, ενδιαφέρον, επιτοκίου, επιτοκίων, των επιτοκίων, επιτόκιο που
  • reparere στα ελληνικά - επισκευάζω, επισκευή, μπάλωμα, φτιάχνω, επισκευής, την επισκευή, επιδιόρθωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Rense στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρός, καθαρίζω, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές