Roman στα ελληνικά

Μετάφραση: roman, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καινοφανής, μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο
Roman στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rolig στα ελληνικά - ατάραχος, νηνεμία, γαλήνιος, ησυχασμός, ήσυχος, ήρεμος, ηρεμία, ...
  • rolle στα ελληνικά - χωρίζω, χαρακτήρας, μερίδιο, ρόλος, ρόλο, ρόλου, το ρόλο, ...
  • ror στα ελληνικά - πηδάλιο, τιμόνι, δοιάκι, πηδαλίου, του πηδαλίου, κίνησης πηδαλίου διεύθυνσης, το πηδάλιο
  • ros στα ελληνικά - εκθειάζω, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
Τυχαίες λέξεις
Roman στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καινοφανής, μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο