Λέξη: φυγόδικος

Σχετικές λέξεις: φυγόδικος

φυγόδικος εφοπλιστής

Μεταφράσεις: φυγόδικος

φυγόδικος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fugitive, absconder, outlaw, defaulter, a fugitive

φυγόδικος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fugitivo, fugaz, prófugo, fugitiva, fugitivos

φυγόδικος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
flüchtig, ausreißer, Flüchtling, flüchtige, flüchtigen, diffuse

φυγόδικος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réfugié, déserteur, fuyard, momentané, évadé, passager, fugitif, échappé, fugitive, fuite, fugitives, en fuite

φυγόδικος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fuggiasco, fuggevole, fuggitivo, latitante, fuggitiva, fuggitive

φυγόδικος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fugitivo, foragido, fugitiva, evasivas, fugitive

φυγόδικος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vluchteling, kortstondig, voortvluchtig, diffuse, voortvluchtige

φυγόδικος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дезертир, беглец, мимолетный, беженец, беглянка, беглый, беглеца, беглецом, изгнанником

φυγόδικος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flyktning, rømling, diffuse, flyktende, flyktn

φυγόδικος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flykting, flyktiga, för flyktiga, obeständigt, flyende

φυγόδικος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hetkellinen, lyhytaikainen, haihtuva, karkulainen, karannut, hajapäästöjen, pysymättömällä, hajapäästöt, hajapäästöjä

φυγόδικος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diffus, flygtning, flygtig, for diffus, flygtningen

φυγόδικος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uprchlý, utečenec, dočasný, prchavý, uprchlík, fugitivních, fugitivní, uprchlíkem

φυγόδικος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przelotny, zbieg, nawał, zbiegły, uciekinier, ulotnych, zbiegiem

φυγόδικος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szökevény, diffúz, szökésben, a diffúz, menekülő

φυγόδικος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaçkın, kaçak, mülteci, geçici, firari, kaçağın, zanlısı

φυγόδικος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дезертир, утікач, втікач, беглец, втікача

φυγόδικος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i arratisur, arratisur, arratisuri, kërkuari, arrati

φυγόδικος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
беглец, укриващия, укриващия се, бежанец, на укриващия

φυγόδικος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
уцякач, ўцякач, бягляк, зьбеглы

φυγόδικος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põgenik, põgus, lenduv, tagaotsitavaks, väljapääsenud, lenduvad, Kontrollimatu

φυγόδικος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bjegunac, odbjegli, odbjeglog, bjegunca, fugitivne

φυγόδικος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flóttamaður, óekta, Fugitive, Landflótta, dreifða, flótta

φυγόδικος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
profugus

φυγόδικος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bėglys, neorganizuotai, neorganizuotos emisijos, Neorganizuotų, trumpalaikis

φυγόδικος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bēglis, bēgošs, Difūzās, difūzā, difūzajām

φυγόδικος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
во бегство, бегалец, бегалецот, на бегалецот обвинет за

φυγόδικος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trecător, fugar, fugitive, fugarului, evadat

φυγόδικος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ubežnik, ubežne, ubežnih, nezajetih, nezajete

φυγόδικος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
utečenec, utečenca, utečencovi
Τυχαίες λέξεις