Λέξη: βεβαιώνομαι

Μεταφράσεις: βεβαιώνομαι

βεβαιώνομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ensure, I make sure

βεβαιώνομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asegurar, afianzar, garantir, me aseguro de, me aseguro, me aseguro de que, puedo asegurarme de, me cercioro

βεβαιώνομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sichern, zusichern, garantieren, sicherstellen, ich achte darauf,, ich stelle sicher

βεβαιώνομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
protéger, assurer, warranter, garantir, je me assure, je fais en sorte, je me assure que, je me assurer que, je me assurer

βεβαιώνομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
garantire, assicurare, mi assicuro, faccio in modo, mi assicuro che, mi accerto, mi assicurarsi

βεβαιώνομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
Ter certeza de que, Ter certeza de, eu ter certeza, eu me certifico, eu me certificar

βεβαιώνομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beveiligen, waarborgen, verzekeren, ik zorg ervoor dat, ik zorg ervoor, ik ervoor zorgen, ik ervoor zorgen dat, ik ervoor dat

βεβαιώνομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
закрепощать, обеспечить, страховать, гарантировать, обеспечивать, ручаться, Я, мне, I, меня

βεβαιώνομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
garantere, sikre, jeg sørge, jeg sørge for, jeg sørge for at, jeg forsikre meg at, jeg forsikre meg om

βεβαιώνομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
garantera, försäkra, jag ser till, jag se till, jag se till att, jag vara säker, jag till att

βεβαιώνομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taata, kokeilla, varmistua, varmistaa, katsoa, tarkistaa, varmistan, voin varmistaa

βεβαιώνομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jeg sikre, jeg sørge, jeg sørge for, jeg sikre mig

βεβαιώνομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zabezpečit, zaručit, zajistit, ochránit, ručit, Mohu ujistit, že, Mohu ujistit, se ujistím

βεβαιώνομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zabezpieczać, upewnić, zagwarantować, sprawdzić, gwarantować, zapewnić, zapewniać, ubezpieczyć, sprawdzać, I, ja, mi, że, mam

βεβαιώνομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teszek róla,, teszek róla, lehetek biztos abban

βεβαιώνομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sağlamak, sağlamlaştırmak, Ben, I, ı, bir

βεβαιώνομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ручитися, гарантувати, гарантуйте, забезпечити, Я

βεβαιώνομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
siguroj, I, unë, kam, të, që unë

βεβαιώνομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аз, I, съм, да, че

βεβαιώνομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Я

βεβαιώνομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veenduma, ma, I, Mul, mu, olen

βεβαιώνομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osiguravanje, jamčiti, osiguravati, I, Ja, sam, mi, ću

βεβαιώνομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ég, I, sem ég, að ég

βεβαιώνομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Aš, I, man, Turiu

βεβαιώνομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
es pārliecinos

βεβαιώνομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јас бидете сигурни, сум сигурен дека, сум сигурен

βεβαιώνομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
am, I, eu, să

βεβαιώνομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poskrbim, zagotovim, se prepričam

βεβαιώνομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chrániť, môžem, mohu, mám
Τυχαίες λέξεις