Λέξη: διαμέσου

Σχετικές λέξεις: διαμέσου

διαμέσου λεξικό, διαμέσου ή δια μέσω, υπολογισμός διαμέσου, ορισμός διαμέσου, διαμέσου στοιβάδας, θεώρημα διαμέσου

Συνώνυμα: διαμέσου

κατ' ευθείαν, πέρα πέρα, διά μέσου

Μεταφράσεις: διαμέσου

διαμέσου στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
through, via, means, across, through a

διαμέσου στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mediante, directo, por, a través de, por medio de, través

διαμέσου στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
busrundfahrt, fertig, hindurch, durch, räumlich, erledigt, bis, über, in

διαμέσου στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
direct, durant, pour, prêt, pendant, achevé, par, à travers, travers, grâce à, par le biais

διαμέσου στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
durante, attraverso, tramite, mediante, per, attraverso la

διαμέσου στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pronto, através, pela, por, pelo, pelos, pelas, garganta, através de, por meio, através da

διαμέσου στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gedaan, per, met, door, via, doorheen, door middel, door middel van

διαμέσου στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
насквозь, сквозь, ввиду, путем, через, по, напролет, навылет, посредством, помощью

διαμέσου στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjennom, igjennom, via, ved, inn

διαμέσου στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
genom, igenom, via, med, till

διαμέσου στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valmis, läpi, kautta, halki, läpeensä, avulla, välityksellä, syötön

διαμέσου στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
igennem, gennem, via, ved, ved hjælp

διαμέσου στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skrze, kvůli, během, přímý, přes, prostřednictvím, pomocí, až

διαμέσου στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poprzez, całkowicie, przez, dzięki, za, z

διαμέσου στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyenesen, alatt, útján, miatt, át, által, többtámaszú, keresztül-kasul, keresztül, révén, a

διαμέσου στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
içinden, ile, aracılığıyla, yoluyla, üzerinden

διαμέσου στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
через, шляхом, наскрізь, за

διαμέσου στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nëpërmes, përmes, nëpër, nëpërmjet, anë, me anë

διαμέσου στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
през, чрез, посредством, по, до

διαμέσου στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праз, цераз

διαμέσου στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
läbi, lõpetanud, kuni, kaudu, abil, teel

διαμέσου στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kroz, sasvim, preko, putem, tranzitni, prijeko, do, po

διαμέσου στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gegnum, í gegnum, með, um, í

διαμέσου στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
per, pro, taikant, netikėta, naudojant

διαμέσου στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cauri, caur, pa, ar, izmantojot

διαμέσου στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преку, со, низ, во текот

διαμέσου στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prin, prin intermediul, printr, printre

διαμέσου στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skozi, docela, prek, preko, s, s pomočjo

διαμέσου στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skrze, cez, skrz, napriek, viac, prostredníctvom, viac ako
Τυχαίες λέξεις