Sal στα ελληνικά

Μετάφραση: sal, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λόμπι, αίθουσα, προθάλαμος, όροφος, δάπεδο, πάτωμα, όροφο, δαπέδου
Sal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sagn στα ελληνικά - θρύλος, μύθος, μύθο, θρύλο, το μύθο
  • saks στα ελληνικά - ψαλίδι, ψαλίδια, το ψαλίδι, ψαλιδιού, ψαλιδιών
  • salat στα ελληνικά - σαλάτα, μαρούλι, σαλάτας, σαλάτες
  • salg στα ελληνικά - πώληση, την πώληση, πώλησης, προς πώληση, πωλήσεως
Τυχαίες λέξεις
Sal στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λόμπι, αίθουσα, προθάλαμος, όροφος, δάπεδο, πάτωμα, όροφο, δαπέδου