Sen στα ελληνικά

Μετάφραση: sen, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθυστερημένος, αργά, αποθανών, αργός, όψιμος, τέλη, τέλη του, τέλη της, τα τέλη
Sen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • semester στα ελληνικά - εξάμηνο, εξαμήνου, εξάμηνο του, εξάμηνα
  • semiologi στα ελληνικά - σημειολογία, τη σημειολογία, σημειολογίας
  • senat στα ελληνικά - γερουσία, σύγκλητος, Γερουσίας, Συγκλήτου, της Γερουσίας
  • sende στα ελληνικά - στέλνω, στείλετε, στείλτε, στείλει, να στείλετε, αποστείλει
Τυχαίες λέξεις
Sen στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθυστερημένος, αργά, αποθανών, αργός, όψιμος, τέλη, τέλη του, τέλη της, τα τέλη