Λέξη: επίρρημα

Σχετικές λέξεις: επίρρημα

επίρρημα τι ειναι, επίρρημα πολύ, επίρρημα του ωραιος, επίρρημα βικιπαίδεια, επίρρημα τροπικό, επίρρημα πιο, επίρρημα αρχαία, επίρρημα ορισμός, επίρρημα γραμματική, επίρρημα όπου

Μεταφράσεις: επίρρημα

επίρρημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adverb, an adverb, adverbial phrase

επίρρημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adverbio, adjetivo

επίρρημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
adverb, umstandswort, Adverb

επίρρημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adverbe

επίρρημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avverbio

επίρρημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
advérbio

επίρρημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijwoord, adverbium, adverb

επίρρημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
причастие, наречие, наречием, наречия

επίρρημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adverb, adverbet

επίρρημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
adverb, adverbet

επίρρημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
adverbi, adverb, adverbin, adverbia, adverbiä

επίρρημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
adverbium, biord, adverbiet, biordet, adverb

επίρρημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příslovce, adverb, adverbium, příslovci, příslovcem

επίρρημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przysłówek, adverb

επίρρημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
határozószó, határozószót, határozó, határozót, határozószónak

επίρρημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zarf, Adverb, belirteç, + adverb

επίρρημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прислівник, наріччя, наречие, говір, говірку

επίρρημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndajfolje, ndajfoljë

επίρρημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наречие, наречието, обстоятелствена дума

επίρρημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыслоўе, гаворка, мову, гаворку

επίρρημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
adverb, määrsõna, Nimisõna, määrsõnast, märsõna

επίρρημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prilog, adverb

επίρρημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
atviksorð

επίρρημα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
adverbium

επίρρημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prieveiksmis, Vertimai, prieveiksmio, Adverb, Daiktavardis

επίρρημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apstākļa vārds, adverbs, apstākļa

επίρρημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наречие, прилогот, наречие за

επίρρημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adverb, adverbul, adverbului

επίρρημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prislov

επίρρημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
príslovka, príslovky, príslovku, príslovke, častica

Στατιστικά δημοτικότητας: επίρρημα

Τυχαίες λέξεις