Λέξη: επίσκεψη
Σχετικές λέξεις: επίσκεψη
επίσκεψη σε μουσείο, επίσκεψη στο μουσείο της ακρόπολης, επίσκεψη γερμανού προέδρου, επίσκεψη στην ακρόπολη, επίσκεψη μέρκελ στην αθήνα, επίσκεψη μέρκελ κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, επίσκεψη μέρκελ αθήνα, επίσκεψη ακρόπολη, επίσκεψη μέρκελ, επίσκεψη σε γιατρό εοπυυ
Συνώνυμα: επίσκεψη
κλήση, πρόσκληση, κραυγή, συνδιάλεξη, φωνή, ένσκηψη, θεομηνία
Μεταφράσεις: επίσκεψη
επίσκεψη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
visit, visitation, visiting, visit to, a visit, visited
επίσκεψη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
visita, visitar, la visita, visita de, visite
επίσκεψη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drangsal, besuch, schwatzen, schnattern, klappern, klatschen, plappern, gang, heimsuchung, visite, besuchen, Besuch, Besuchs, Besichtigung
επίσκεψη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
visite, fréquenter, voir, visitons, visiter, visitent, visitez, hanter, séjour, la visite, visite de
επίσκεψη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
visitare, visita, visita di, viaggio, la visita
επίσκεψη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
visita, viajar, visitar, ver, visão, frequentar, visita de, visite, consulta
επίσκεψη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezoek, afgaan, bezoeken, opzoeken, visite, bezoekje, verblijven
επίσκεψη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заезд, побывка, посещаемость, побывать, наведываться, визит, объезд, посетить, посещать, навестить, навещать, посещение, испытание, ездить, кара, проведать, визита, сайте
επίσκεψη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
besøke, besøk, visitt, besøket, gå
επίσκεψη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
visit, besöka, besök, besöket, besök i
επίσκεψη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puhella, koettelemus, rupatella, iskeä, vierailu, käynti, vaivata, vierailun, käynnin, vierailua
επίσκεψη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
besøge, besøg, visit, besøget, inlogget
επίσκεψη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vizita, navštívit, prohlídka, návštěvník, navštěvovat, pobyt, vizitace, návštěva, návštěvu, návštěvy, návštěvě
επίσκεψη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wizyta, nawiedzać, zwiedzanie, gościna, dopust, zwiedzać, wizytować, nawiedzić, pobyt, nawiedzenie, odwiedziny, zwiedzić, odwiedzać, wizytacja, Odwiedź, wizyty, Visit, odwiedzić
επίσκεψη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfenyítés, látogatás, bejelentkezés, látogatást, látogatása, látogatását
επίσκεψη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ziyaret, ziyaretiniz, ziyaretiniz ise, Sitesini ziyaret edin, ziyareti
επίσκεψη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перелітний, бачення, візит
επίσκεψη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vizitë, Profili, Vizita, Profili i, Na
επίσκεψη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посещение, посещението, визита, на посещението, визитата
επίσκεψη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
візіт, візыт
επίσκεψη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
külastus, visiit, külastuse, visiidi, külastada
επίσκεψη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posjetiti, posjeta, posjet, posjetite, posjeta Forumu
επίσκεψη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heimsækja, heimsókn, aðsókn, hitta, heimsókn er, Heimsóknin, heimsókn er mælt
επίσκεψη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
saluto, frequento
επίσκεψη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viešnagė, apsilankymas, vizitas, vizito, apsilankymo, prisijungimas
επίσκεψη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apmeklējums, apciemot, apmeklēt, vizīte, apmeklējumu, vizīti
επίσκεψη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
посетата, престојот, посета, посетата на, посета на, посети
επίσκεψη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vizita, vizită, vizitei, vizite, vizită de
επίσκεψη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obiskati, obisk, obiska, ogleda, obisku, ogled
επίσκεψη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
návšteva, navštíviť, návštevy, návštevu
Στατιστικά δημοτικότητας: επίσκεψη
Τυχαίες λέξεις