Standse στα ελληνικά
Μετάφραση: standse, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stand στα ελληνικά - πάθηση, κατάσταση, θέση, ικανός, σε θέση, μπορούν, μπορεί
- standard στα ελληνικά - πρότυπο, τυπική, προτύπου
- standsning στα ελληνικά - σταματώ, στάθμευση, διακοπή, τη διακοπή, σταματώντας, διακοπή της
- stang στα ελληνικά - ραβδί, κοντάρι, βέργα, ράβδος, ράβδο, ράβδου, βάκτρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Standse στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Μεταφράσεις: σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει