Σταματώ στα δανικά

Μετάφραση: σταματώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
check, afbrydelse, standsning, pause, standse, bankanvisning, stoppe, stopper, stoppe med, holde op
Σταματώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σταματώ

σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, δεν σταματώ, δε σταματώ, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ λεξικό γλώσσας δανικά, σταματώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σταθμός στα δανικά - post, station, stationen, banegården
  • σταλάζω στα δανικά - dryppe, sive, lille strøm, dråbevis, strøm, vedligeholdelsesladning
  • στασιασμός στα δανικά - tilskyndelse til oprør, oprør, opstand, Opstande
  • στασιαστικός στα δανικά - oprørsk, oprørske, genstridige, rebelske, rebelsk
Τυχαίες λέξεις
Σταματώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: check, afbrydelse, standsning, pause, standse, bankanvisning, stoppe, stopper, stoppe med, holde op