Stork στα ελληνικά

Μετάφραση: stork, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πελαργός, Stork, πελαργού, πελαργό, πελαργών
Stork στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stoppe στα ελληνικά - σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
  • stor στα ελληνικά - ευρύς, μεγάλος, απίθανος, φαρδύς, πλατύς, μεγάλο, μεγάλη, ...
  • storm στα ελληνικά - ανεμοθύελλα, τρικυμία, θύελλα, καταιγίδα, καταιγίδας, θύελλας, τη θύελλα
  • straf στα ελληνικά - ποινή, πρόστιμο, τιμωρία, κύρωση, τιμωρίας, Ποινή, την τιμωρία, ...
Τυχαίες λέξεις
Stork στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πελαργός, Stork, πελαργού, πελαργό, πελαργών