Uendelighed στα ελληνικά

Μετάφραση: uendelighed, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άπειρο, αιωνιότητα, υπερχείλισης, το άπειρο, τύπου infinity, απείρου
Uendelighed στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • uendelig στα ελληνικά - άπειρος, άπειρη, άπειρο, άπειρες, άπειρα
  • uge στα ελληνικά - εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα
  • ugift στα ελληνικά - μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Τυχαίες λέξεις
Uendelighed στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άπειρο, αιωνιότητα, υπερχείλισης, το άπειρο, τύπου infinity, απείρου