Λέξη: ισχνός

Σχετικές λέξεις: ισχνός

ισχνός λεξικό, ισχνός ετυμολογία, ισχνός συνώνυμα, ισχνός προσαγωγός, ισχνός συνώνυμο, ισχνός μυς

Συνώνυμα: ισχνός

ψιλόλιγνος, λεπτός, άπαχος, ψαχνό, λιγνός, λυγερός, αδύνατος, αραιός, λιπόσαρκος, διθέσιμος, γλιστρός, εφεδρικός, περισσεύων, λιτοδίαιτος, γλίσχρος, λιγοστός, πενιχρός, μυτερός, κορυφώδης, καλλίγραμος, τραχύς, ανώμαλος, σκελετωμένος, υψηλός

Μεταφράσεις: ισχνός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scraggy, puny, tenuous, scraggly, gaunt, lank, lean, meager
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enjuto, endeble, escurrido, enclenque, leve, sutil, tenue, ralo, scraggly, rala, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dünn, klein, unwichtig, unbedeutend, unerheblich, geringfügig, kümmerlich, scraggly, zotteligen, struppigen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
valétudinaire, délicat, mou, menu, léger, décharné, malingre, ténu, minuscule, fin, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tenue, sottile, lieve, magro, leggero, esile, ispidi, scraggly, rada, incolta, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
leve, desgrenhada, scraggly, rala, desgrenhado, ralo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
licht, onverzorgde, scraggly, verwaarloosde, warrige, onverzorgd
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разбавленный, незначительный, ледащий, тонкий, неосновательный, хилый, ничтожный, тщедушный, худощавый, чахлый, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
scraggly
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spenslig, smärt, scraggly
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nukkavieru, hieno, virttynyt, hoikka, resuinen, kevyt, hento, scraggly
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
scraggly
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepatrný, drobný, slabý, vychrtlý, maličký, neduživý, jemný, vyzáblý, malý, štíhlý, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chudy, wiotki, słabowity, cherlawy, subtelny, cienki, delikatny, drobny, mizerny, scraggly
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyenetlen, híg, csenevész, kusza, bozontos
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
önemsiz, ince, scraggly, sıska
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розведений, пісний, сухорлявий, розбавлений, незначний, понтія, Скрагглі
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
scraggly
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рошав, рунтав, счупен, рядка, рунтава
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тонкi, лёгкi, Скраггли
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kondine, hõre, luider, peenike, lenduv, scraggly
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prorijeđen, zakržljao, beznačajan, mali, slab, tanak, razrijeđen, slabunjav, scraggly
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
scraggly
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susivėlęs, nelygus, retas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
scraggly
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рунтав
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scraggly
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
scraggly
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tenký, slabý, neduživý, maličký, drsný, drobný, neudržovaný, neudržiavaná, neudržiavaný
Τυχαίες λέξεις