Λέξη: νικηφόρος

Σχετικές λέξεις: νικηφόρος

νικηφόρος μανδηλαράς, νικηφόρος φωκάς, νικηφόρος - υποσχέσου, νικηφόρος λύτρας, νικηφόρος βρεττάκος, νικηφόρος ουρανός, νικηφόρος βρυέννιος, νικηφόρος γρηγοράς, νικηφόρος θεοτόκης, νικηφόρος διαμαντούρος

Μεταφράσεις: νικηφόρος

νικηφόρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
triumphant, victorious, Nikiforos, Nikephoros, winning, Nicephorus

νικηφόρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
victorioso, victoriosa, victoriosos, victoria, la victoria

νικηφόρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
siegestrunken, triumphierend, erfolgreich, siegreich, sieg, siegreichen, siegreiche

νικηφόρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
triomphal, triomphant, victorieux, victorieuse, vainqueur, victoire, vainqueurs

νικηφόρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vittorioso, vittoriosa, vittoriosi, vittoria, vincitore

νικηφόρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vitorioso, vitoriosa, vitoriosos, vitória, victorious

νικηφόρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zegevierend, overwinnend, zegevierende, overwinnaar, overwinnende

νικηφόρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
победный, торжествующий, триумфальный, победоносный, ликующий, торжественный, победу, победителем, победителями

νικηφόρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
seir, seirende, seierrik, seier, seire

νικηφόρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
seger, segrande, segerrika, segerrik, segerrikt

νικηφόρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voittoisa, voitokas, voittajana, voittoisan, voittajavaltiot

νικηφόρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sejrende, sejrrige, sejrrig, sejrer, sejre

νικηφόρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vítězoslavný, vítězný, vítězná, vítězně, zvítězí, vítězné

νικηφόρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
triumfalny, triumfujący, zwycięski, zwycięsko, zwycięstwo, zwycięska, zwycięskie

νικηφόρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
diadalmaskodó, győztes, győzedelmes, győzelmes, diadalmas, győztesen

νικηφόρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
muzaffer, galip, zafer, zaferle, zafere

νικηφόρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
радісний, переможний, звитяжний, торжествуючий, звитяжну, непереможний, звитяжна

νικηφόρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fitimtar, fitimtare, fitues, fitimtarë, ngadhënjejnë

νικηφόρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
победоносен, победоносна, победоносно, победен, победоносната

νικηφόρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пераможны, пераможца

νικηφόρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võidukas, võitjana, võidukad, võiduka, võitnud

νικηφόρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pobjednički, pobjednik, pobjednici, pobjeđuje, pobjedonosni

νικηφόρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sigur, sigursæll, sigursæl, sigra, sigri

νικηφόρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pergalingas, pergalę, laimi, pergalingą, nugalės

νικηφόρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzvarošs, uzvaru, uzvarēja, uzvaras, uzvarētājs

νικηφόρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
победнички, победничката, победоносен, победоносната, победничките

νικηφόρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
victorios, victorioasă, victorioase, victorioși, biruitoare

νικηφόρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zmagovito, zmagovita, zmagoviti, zmagali, zmagala

νικηφόρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
víťazný

Στατιστικά δημοτικότητας: νικηφόρος

Τυχαίες λέξεις