Wc στα ελληνικά

Μετάφραση: wc, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τουαλέτα, WC, WC Βοηθητικοί, τουαλέτα σε, μπάνιο
Wc στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • væve στα ελληνικά - υφαίνω, αργαλειούς, αργαλειοί, δεσπόζει, αργαλειούς με, αργαλειών
  • watt στα ελληνικά - Watts, βατ
  • wolfram στα ελληνικά - βολφράμιο, βολφραμίου, του βολφραμίου, το βολφράμιο
  • xenon στα ελληνικά - ξένο, ξένον, ξένου, το ξένον
Τυχαίες λέξεις
Wc στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τουαλέτα, WC, WC Βοηθητικοί, τουαλέτα σε, μπάνιο