Λέξη: κανάτα

Σχετικές λέξεις: κανάτα

κανάτα brita skroutz, κανάτα φίλτρο νερού brita, κανάτα θερμός, κανάτα καφετιέρας braun, κανάτα brita, κανάτα φιλτραρίσματος νερού, κανάτα καφετιέρας γαλλικού καφέ krups (xp2000), κανάτα καφετιέρας, κανάτα καφετιέρας γαλλικού καφέ

Συνώνυμα: κανάτα

δοχείο, τσίριγμα, κακοφωνία, τράνταγμα, σοκ, υδρία, στάμνα, φυλακή, φρέσκο, κύπελλο, αγιαστήριο, καράφα, λαγήνος, νταμιζάνα, κρασοκανάτα, μεγάλη φιάλη, κανάτι, ρίπτων

Μεταφράσεις: κανάτα

κανάτα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
jug, jar, ewer, pitcher, flagon

κανάτα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
olla, jarra, jarro, cántaro, jarra de, jarro de

κανάτα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kanne, knast, einsperren, krug, Krug, Kanne, jug

κανάτα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cruche, récipient, broc, carafe, emprisonner, pichet, pot, cruchon, verseuse

κανάτα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vaso, orcio, caraffa, brocca, boccale, brocca di, jug

κανάτα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jarra, bilha, jarro, cântaro, são, jug, jarro de, jarra de

κανάτα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kan, kruik, jug, kruik van, De kruik

κανάτα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крынка, горшок, щелканье, каталажка, жбан, кувшин, кувшина, кувшином, кувшин с

κανάτα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mugge, krukke, gryte, jug, kannen, kanne

κανάτα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kanna, kannan, tillbringare

κανάτα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruukku, kannu, jug, kannun, kannuun, termoskannu

κανάτα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beholder, kande, drikkeglas, kanden, jug, en kande

κανάτα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konvice, džbánek, džbán, konvička, jug

κανάτα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dzban, kubek, dzbanek, garnek, jug, dzbanka

κανάτα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kancsó, korsó, kancsót, kanna, korsót

κανάτα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
testi, sürahi, sürahisi, jug, güğümü

κανάτα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дурний, глупий, юнка, дівча, жінка, дівчина, глечик, глек, кувшин

κανάτα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kanë, kuti, ibrik, jug, enë, enë për, Brokë

κανάτα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кана, кана за, каната, каничка, стомна

κανάτα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гаршчок, збан, збанок, гарлач

κανάτα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kann, kannu, jug, kannu või, Kannul

κανάτα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vrč, bokal, krčag, vrč za, vrč s, bokal za

κανάτα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kanna, könnu, Krukkan

κανάτα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ąsotis, Ąsočiuose, ąsotėlis, pasodinti į kalėjimą, kepti

κανάτα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krūze, krūka, krūzīte, jug, krūzi, pogot

κανάτα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бокал, Југ, кана, бокалот, кана за

κανάτα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ulcior, cană, cana, urcior, jug

κανάτα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vrč, jug, vrč za, vrča, Bokal

κανάτα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
džbán, krčah, nádoba

Στατιστικά δημοτικότητας: κανάτα

Τυχαίες λέξεις