Λέξη: καθημερινός

Σχετικές λέξεις: καθημερινός

καθημερινός συνώνυμο, καθημερινόσ συνώνυμα, καθημερινός καθαρισμός προσώπου, καθημερινός πολιτισμός, καθημερινός πονοκέφαλος, καθημερινόσ φασισμόσ, καθημερινός τύπος, καθημερινός ετυμολογία, καθημερινός παρατηρητής

Συνώνυμα: καθημερινός

ημερήσιος, συνήθης, πρακτικός

Μεταφράσεις: καθημερινός

καθημερινός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
daily, everyday, workaday, every day, a daily

καθημερινός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diario, cotidiano, diariamente, diaria, cotidiana, todos los días

καθημερινός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
täglich, tägliche, täglichen, Tages, tägliches

καθημερινός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
journal, journalier, quotidien, diurne, journellement, tous les jours, quotidiennement, quotidienne, jour

καθημερινός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quotidiano, giornaliero, quotidianamente, quotidiana, giornaliera

καθημερινός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quotidiano, checoslováquia, diariamente, diário, diária, por dia, diárias

καθημερινός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
daags, alledaags, dagblad, dagelijks, dagelijkse, dag

καθημερινός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
газета, повседневный, ежедневный, посуточный, каждодневный, насущный, поденный, ежесуточный, ежедневно, дневной, суточный, в день, ежедневная, каждый день

καθημερινός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
daglig, daglige, hver dag, dag

καθημερινός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
daglig, dagligen, dagliga, dagar, varje dag

καθημερινός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päivittäinen, arkipäiväinen, arkinen, jokapäiväinen, päivittäin, päivittäisestä, vuorokaudessa, päivittäistä

καθημερινός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
daglig, daglige, dagligt, hver dag, dag

καθημερινός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
denní, každodenní, deník, každodenně, denně, každý den, daily

καθημερινός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziennik, dzienny, codziennie, dziennie, przydział, dobowy, dniówkowy, powszedni, codzienny, dobę

καθημερινός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
napi, naponta, mindennapi, a napi, minden nap

καθημερινός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
günlük, her gün, gün, günde

καθημερινός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щоденний, денний, щодня, щоденно, рік щоденно

καθημερινός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përditshëm, ditor, i përditshëm, përditë, përditshme, çdo ditë, e përditshme

καθημερινός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ежедневно, ежедневен, дневно, дневна, всеки ден

καθημερινός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штодня, штодзень, штодзённа, кожны дзень, кожны

καθημερινός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
igapäevane, iga päev, päevane, päevas, ööpäevas

καθημερινός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dnevno, svakdanji, dnevni, svakodnevni, svakodnevno, dnevne, dnevna

καθημερινός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
daglega, daglegur, dag, á dag, sólarhring, á sólarhring

καθημερινός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cotidianus, cotidie

καθημερινός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dienraštis, kasdien, per parą, dienos, dieną, paros

καθημερινός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
katru dienu, dienas, dienā, dienu, ikdienas

καθημερινός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
секојдневно, дневно, дневна, дневен, дневни

καθημερινός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zilnic, zilnice, pe zi, zilnică, zi cu zi

καθημερινός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dan, dnevno, vsak dan, na dan, dnevni

καθημερινός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
každodenní, denne, denní, deň, za deň
Τυχαίες λέξεις