Λέξη: αστείο

Σχετικές λέξεις: αστείο

αστείο γιάννης παλαβός νεφέλη, αστείο εκδόσεις νεφέλη, αστείο βίντεο έτσι παίζουν οι νίντζα μπάλα, αστείο ποίημα, αστείο ποδόσφαιρο, αστείο βίντεο με ζώα, αστείο γιάννης παλαβός, αστείο βίντεο, αστείο βίντεο με μικρά παιδάκια που φοβούνται την ίδια τους την σκιά, αστείο για την πρωταπριλιά φαρσα

Συνώνυμα: αστείο

διασκέδαση, κέφι, φίμωτρο, καλαμπούρι, απάτη, κοροϊδία, αστεϊσμός, χωρατό, περίγελος, άχυρο, σκύβαλο, φλοιός σταριού, άθλημα, αθλητισμός, σπορ, σπορτ, χαρτοπαίκτης, γελοία παιγνίδια

Μεταφράσεις: αστείο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
joke, gag, fun, jest, funny, a joke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chiste, chancear, chanza, mordaza, chasco, amordazar, broma
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
knebeln, würgen, scherzen, possen, ersticken, knebel, scherz, witz, gag, spaß, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plaisanter, esprit, bâillonner, plaisanterie, drôlerie, blague, rigolade, railler, blaguer, badiner, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scherzo, scherzare, bavaglio, lazzo, celia, burla, battuta, barzelletta, uno scherzo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
piada, junção, gracejar, caçoar, gracejo, mordaça, gadanhe, amordaçar, brincar, brincadeira, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwinkslag, grol, pots, mop, schertsen, grap, gekscheren, grapje, joke, grap van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подшучивать, шутить, шутка, сострить, трунить, балагурить, затычка, острота, тужиться, анекдот, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spøk, vits, knebel, spøke, joke
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skämt, skämta, gyckla, skämtet, skämt för
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kapula, kuje, jekku, huuli, ilveillä, vitsailla, laskea leikkiä, jäynä, leikkiä, pila, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vittighed, spøge, morsomhed, joke, spøg
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
roubík, psina, umlčet, vtip, žert, vtipkovat, žertovat, šprýmovat, legrace, žertov
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kawał, zakneblować, pośmiewisko, żartować, figiel, żart, zażartować, drwinkować, kneblować, pożartować, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szájpecek, tréfa, vicc, viccet, tréfát
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şaka, bir şaka, şakaydı, joke, şakası
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кляп, балки, тужитися, затичка, жарт, шутка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shaka, shaka e, është shaka, shaka të, joke
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шега, виц, шегата, майтап
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жарт, шутка, ці жарт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nali, anekdoot, naljatama, nalja, joke, naljana
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šala, čep, dosjetka, vic, šale, šali, joke
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brandari, grín, brandara
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
iocus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pokštas, juokas, anekdotas, anekdotą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
joks, joku, jokot
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
виц, шега, вицот, шегата, е шега
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
banc, renghi, glumă, glumi, gluma, glume, farsă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
anekdota, šala, tip, joke, šalo, vic
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
anekdota, žartovať, vtip

Στατιστικά δημοτικότητας: αστείο

Τυχαίες λέξεις