Λέξη: ενεργοποίηση

Σχετικές λέξεις: ενεργοποίηση

ενεργοποίηση internet cosmote, ενεργοποίηση δικαιωμάτων 2014, ενεργοποίηση 4g, ενεργοποίηση δικαιωμάτων, ενεργοποίηση 4g cosmote με sms, ενεργοποίηση windows xp, ενεργοποίηση internet day pass, ενεργοποίηση mms, ενεργοποίηση windows 7, ενεργοποίηση cookies

Συνώνυμα: ενεργοποίηση

ενεργοποιητικός, ενεργοποιήση

Μεταφράσεις: ενεργοποίηση

ενεργοποίηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
activation, actuation, activate, activating, activated

ενεργοποίηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
activación, la activación, de activación, activación de, la activación de

ενεργοποίηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anschaltung, freischaltung, entwicklungserregung, start, aktivierung, einschaltung, ansteuerung, Aktivierung, Aktivierungs, die Aktivierung

ενεργοποίηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décollage, activation, stimulation, l'activation, activation de, d'activation

ενεργοποίηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attivazione, di attivazione, l'attivazione, attivazione del, all'attivazione

ενεργοποίηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ativação, activação, de ativação, de activação, a ativação

ενεργοποίηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
activering, activeren, activatie, de activering, geactiveerd

ενεργοποίηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
активизация, бахвальство, активация, активации, активацию, активизации

ενεργοποίηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aktivisering, aktivering, aktiverings, aktiveringen

ενεργοποίηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aktivering, aktiverings, aktiveringen, aktiveras

ενεργοποίηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aktivointi, aktivoinnin, aktivointia, aktivaation, aktivoitumisen

ενεργοποίηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aktivering, aktiveringen, aktivering af, aktiveringskode

ενεργοποίηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oživení, aktivace, aktivační, aktivaci, aktivací

ενεργοποίηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aktywacja, aktywizacja, aktywowanie, aktywacji, aktywacyjny, aktywację, uruchomienie

ενεργοποίηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aktiválás, aktiválási, aktiválása, aktivációs, aktiváló

ενεργοποίηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etkinleştirme, aktivasyon, aktivasyonu, aktivasyonunun, aktive

ενεργοποίηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
активаційне, активація, активаційний, Активация, Увімкнення

ενεργοποίηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aktivizimi, aktivizimin, aktivizimit, i aktivizimit, e aktivizimit

ενεργοποίηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
активиране, активация, активирането, активиране на, за активиране

ενεργοποίηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
актывацыя

ενεργοποίηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aktiveerimine, käivitamine, aktiveerimise, aktiveerimist, aktivatsiooni, aktivatsioon

ενεργοποίηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokretanje, aktiviranje, upućivanje, pobuđivanje, aktivacija, aktivaciju, aktivacije, potaknuće

ενεργοποίηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
virkjun, örvun, virkja, að virkja, virkjunargjald

ενεργοποίηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aktyvavimas, aktyvavimo, aktyvacijos, aktyvinimo, aktyvinimas

ενεργοποίηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aktivizācija, aktivizācijas, aktivizēšana, aktivizēšanas, aktivācijas

ενεργοποίηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
активирање, активација, за активирање, активирањето, активирање на

ενεργοποίηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
activare, activarea, de activare, activării, activare a

ενεργοποίηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aktiviranje, aktivacija, aktivacije, activation, aktiviranja

ενεργοποίηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zapnutí, aktivácia, aktivácie, aktiváciu, aktivace, aktivovanie

Στατιστικά δημοτικότητας: ενεργοποίηση

Τυχαίες λέξεις