Λέξη: εκζήτηση
Σχετικές λέξεις: εκζήτηση
εκζήτηση συνώνυμα, εκζήτηση συνώνυμο
Συνώνυμα: εκζήτηση
πολυτιμότητα, πολυτιμότης, απαιτητικότητα, απαιτητικότης, επιδεικτικότης, επιδεικτικότητα
Μεταφράσεις: εκζήτηση
εκζήτηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affectation, pretence, pretentiousness, preciousness, sophistication, pretension
εκζήτηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pretexto, afectación, pretensión, cursilería, presunción, pretenciosas, pretensiones
εκζήτηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorliebe, ziererei, gezier, affektiertheit, vortäuschung, pretentiousness, Anmaßung, Überheblichkeit, überheblich, Prätention
εκζήτηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
minauderie, afféterie, faux-semblant, affectation, déguisement, prétention, simulation, dissimulation, frime, momerie, feinte, la prétention, prétentieux, prétentions, côté prétentieux
εκζήτηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pretesa, pretenziosità, presunzione, pretentiousness, pretenzioso
εκζήτηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pretentiousness, pretensão, pretenciosismo, pretensioso, pretensiosismo
εκζήτηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanmatiging, onbescheidenheid, gemaaktheid, onnatuurlijkheid, aanstellerij, pretentie, pretentiousness, pretenties, pretentieuze
εκζήτηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
манерность, неестественность, жеманство, претенциозность, фальшь, ненатуральность, кривлянье, аффектация, аффект, искусственность, отговорка, ломанье, деланность, украшательство, обман, привод, вычурности, вычурность, претенциозности, вычурностью
εκζήτηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
påskudd, innbilskhet, pretentiousness, Innbilskheten, Innbilskheten over, Innbilskheten over det hele
εκζήτηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillgjordhet, anspråksfullhet, pretention
εκζήτηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hätävalhe, teennäisyys, veruke, poseeraus, hämäys, tekosyy, teeskentely, pretentiousness, mahtailu
εκζήτηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pretentiousness, fordringsfuldhed, arrogance, af fordringsfuldhed
εκζήτηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přetvářka, afektovanost, strojenost, záminka, nárok, domýšlivost, okázalostí, efektnosti, domýšlivosti
εκζήτηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pozowanie, afektacja, pozór, pretensja, wymuszoność, pretekst, sztuczność, poza, udawanie, roszczenie, pretensjonalność, pretentiousness
εκζήτηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fondorlat, hivalkodás, látszatkeltés, szimulálás, hiúság, színlelés, elbizakodottság, hatásvadászat, követelőzés
εκζήτηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gösterişçilik, pretentiousness
εκζήτηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смакувати, манірність, дегустувати, вдавання, претензійність, претензійності
εκζήτηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pretentiousness
εκζήτηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
притворство, претенциозност, претенциозността
εκζήτηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прэтэнцыёзна, прэтэнцыёзнасць
εκζήτηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teesklus, edvistus, pretensioonikusega, pretensioonikuse, Mahtailu, Teeskentely, teesklemist
εκζήτηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pretvaranje, afektacija, zahtjev, pravo, izgovor, izvještačenost, uobraženost, i uobraženost
εκζήτηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilgerð
εκζήτηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įmantrumas, įmantrybė, Pretensji, Pretensjonalność
εκζήτηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pretentiousness
εκζήτηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
претенциозност, капризи, претенциозноста, претенциозноста да
εκζήτηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pretentiousness, prețiozitate, prețiozitatea
εκζήτηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zahtevnost, ošabnost
εκζήτηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pretvárka, domýšľavosť, namyslenosť, pýchu, domýšlivost, márnomyseľnosť